- ημφιεσα
- ἠμφίεσαaor. к ἀμφιέννυμι См. αμφιεννυμι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἠμφίεσα — ἀμφιάζω ciothe aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἠμφΐεσα , ἀμφιέννυμι put round aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιέζω — ἀμφιέζω (ΑΜ) αμφιέννυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἠμφίεσα αόρ. τού ρ. ἀμφιέννυμι. Παράλληλος τ. τού ρ. ἀμφιάζω*. ΠΑΡ. ἀμφίεσις ( η), αρχ. ἀμφιεσμός] … Dictionary of Greek